δέος
Προφορά
Ετυμολογία
δέος αρχαία ελληνική δέος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το δέος
✦ έντονο αίσθημα φόβου
✦ κατάπληξη
✦ αντίπαλο(ν) δέος, αμοιβαίος φόβος που προέρχεται από την ισότητα των δυνάμεων των αντιπάλων μερών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–