δεξιότητα
Προφορά
Ετυμολογία
δεξιότητα αρχαία ελληνική δεξιότης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η δεξιότητα
✦ ικανότητα, επιτηδειότητα: που δεν κατάφερε, μ’ όλην την δεξιότητά της, την Βασιλείαν ν’ αποκτήσει (Κ. Καβάφης)
Συνώνυμα
δεξιοσύνη
Αντίθετα
αδεξιότητα
Επιρρήματα
–