δεντρώνω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply δεντρώνωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/δεντρώνω.mp3Ετυμολογίαδεντρώνω δέντρο Ερμηνεία└ρήμα┘ δεντρώνω ✦ δεντροφυτεύω ✦ (αμτβ.) σκεπάζομαι από δέντρα ✦ (για φυτά) αναπτύσσομαι σε ύψος δέντρου: δεντρώσανε οι ροδοδάφνες στο φράχτη Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–