δέντρο
Προφορά
Ετυμολογία
δέντρο αρχαία ελληνική δένδρον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το δέντρο
✦ κάθε φυτό με ξυλώδη και διακλαδιζόμενο κορμό
✦ χριστουγεννιάτικο δέντρο, δενδρύλλιο ή κλαδί από έλατο, που τοποθετείται στα σπίτια ή σε δημόσιους χώρους και στα κλαδιά του κρεμούν στολίδια και δώρα, κατά τα Χριστούγεννα – γενεαλογικό δέντρο, δενδροειδής σχηματική παράσταση της γενεαλογικής σειράς οικογενείας
✦ (μτφ. ) ανάλογη σχηματική παράσταση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–