δεδικασμένο


δεδικασμένο
Προφορά

Ετυμολογία
δεδικασμένο └ουδ┘ μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος δικάζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το δεδικασμένο

✦ δικαστική απόφαση ανέκκλητη, που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.