δεινοπάθεια
Προφορά
Ετυμολογία
δεινοπάθεια μεταγενέστερη ελληνική δεινοπάθεια
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η δεινοπάθεια
✦ το να δεινοπαθεί κάποιος, μεγάλη ταλαιπωρία, κακοπάθεια: αλλά είναι και έγκλημα εναντίον του νεκρού ανθρώπου τον οποίο επαναφέρει στην δεινοπάθεια της ζωής (Άγγ. Βλάχος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–