δαγκάνω


δαγκάνω
Προφορά

Ετυμολογία
δαγκάνω μεταγενέστερη ελληνική δαγκάνω

Ερμηνεία
ρήμα δαγκάνω

✦ πιάνω και σφίγγω με τα δόντια
✦ πληγώνω με τα δόντια
✦ (κ. μτφ.): ο πόνος με δαγκάνει (Κ. Καρυωτάκης)
✦ (για έντομα) τσιμπώ, κεντρίζω: πόσα κουνούπια τους δάγκασαν (Γ. Ψυχάρης)
✦ (για αντικείμενα) συσφίγγω
(μτφ. ) θίγω με πειραχτικά λόγια, είμαι δηκτικός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.