δαγκαματιά


δαγκαματιά
Προφορά

Ετυμολογία
δαγκαματιά μεσαιωνική ελληνική δαγκαματιά

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η δαγκαματιά

✦ τραύμα ή ουλή από δάγκωμα

Συνώνυμα
δαγκανιά, δαγκωνιά, δαγκωματιά
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.