γονεωνυμικός
Προφορά
Ετυμολογία
γονεωνυμικός γονεύς, -έως + ὄνυμα, δωρ. τ. του ὄνομα
Ερμηνεία
└επίθετο┘ γονεωνυμικός -ή, -ό
✦ αυτός που ονομάζεται ή παίρνει το όνομά του από το όνομα του γονέως
✦ πληθ. ουδ. γονεωνυμικά ως ουσ., κατηγορία παράγωγων ουσιαστικών σε -ιδεύς, -πουλο, που δηλώνουν νεογνό ζώου ή πτηνού: αετός – αετιδεύς, λέων – λεοντιδεύς, κότα – κοτόπουλο, λύκος – λυκόπουλο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–