γκλαβανή


γκλαβανή
Προφορά

Ετυμολογία
γκλαβανή └σλαβ┘ glava (= κεφάλι)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η γκλαβανή

✦ η καταπακτή
✦ φωταγωγός στη στέγη, που ανοιγοκλείνει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.