γκαζώνω


γκαζώνω
Προφορά

Ετυμολογία
γκαζώνω γκάζι

Ερμηνεία
ρήμα γκαζώνω

✦ πατώ γκάζι και αναπτύσσω ταχύτητα για να ξεδώσω, ά. ρίχνω τα γκάζια μου (η λ. και η φρ. συνήθ. για μηχανόβιους)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.