γκαζάκι
Προφορά
Ετυμολογία
γκαζάκι υποκοριστικό του ουσιαστικού γκάζι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το γκαζάκι
✦ βιομηχανικό προϊόν, μικρή φιάλη που περιέχει υγραέριο για οικιακή χρήση
✦ μηχανισμός που προσαρμόζεται πάνω στη μικρή φιάλη με υγραέριο, για να είναι δυνατή η χρήση του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–