βλεννώδης


βλεννώδης
Προφορά

Ετυμολογία
βλεννώδης αρχαία ελληνική βλεννώδης

Ερμηνεία
επίθετο┘ βλεννώδης -ης, -ες

✦ όμοιος με βλέννα
✦ που περιέχει βλέννες: βλεννώδες έκκριμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.