βενέτικος
Προφορά
Ετυμολογία
βενέτικος μεσαιωνική ελληνική βενέτικος (λατ. veneticus, αν δεν πρόκειται για νεότερο σχηματισμό από το τοπωνύμιο Βενετία)
Ερμηνεία
└επίθετο┘ βενέτικος -η, -ο
✦ ο των Βενετών ή της Βενετίας ή ο προερχόμενος από τη Βενετία
✦ βενέτικο ως ουσ., είδος χρυσού νομίσματος: σα μάλαμα βενέτικο και σαν κωνσταντινάτο (Τέλλος Άγρας)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–