βαρβάτος


βαρβάτος
Προφορά

Ετυμολογία
βαρβάτος μεσαιωνική ελληνική βαρβᾶτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ βαρβάτος -η, -ο

✦ ο ένορχις, ικανός για γενετήσιο οργασμό
(μτφ. ) άξιος, δραστήριος
(μτφ. ) πολύς, μεγάλος: βαρβάτη περιουσία

Συνώνυμα
γερός, δυνατός
Αντίθετα
ευνουχισμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.