βαπτιστήριον
Προφορά
Ετυμολογία
βαπτιστήριον μεταγενέστερη ελληνική βαπτιστήριον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το βαπτιστήριον
✦ το μέρος του ναού όπου τελούνταν παλαιότερα το βάπτισμα των κατηχουμένων
✦ κολυμπήθρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–