βάβω


βάβω
Προφορά

Ετυμολογία
βάβω └σλαβ┘ babo, κλητ. baba (= γριά)

Ερμηνεία
βάβω

✦ η βαβά, γιαγιά: καθώς νιώθει μια εκατόχρονη βάβω που κρατεί τρισέγγονο χλομό (Άγγ. Σικελιανός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.