άψυχος


άψυχος
Προφορά

Ετυμολογία
άψυχος αρχαία ελληνική ἄψυχος

Ερμηνεία
επίθετο┘ άψυχος -η, -ο

✦ ο χωρίς ψυχή, νεκρός: θρηνούσαν τον Πάτροκλο που ενιώθανε άψυχο, αφανισμένο (Κ. Καβάφης)
(μτφ. ) ο χωρίς ζωντάνια: άψυχη φωνή – άψυχο βλέμμα
(μτφ. ) δειλός, άτολμος: άψυχη προσπάθεια συμβιβασμού

Συνώνυμα
νωθρός, άτονος ,αψύχωτος, λιγόψυχος, μικρόψυχος
Αντίθετα
ψυχωμένος, εύψυχος
Επιρρήματα
άψυχα (Κ αψύχως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.