αφάλι
Προφορά
Ετυμολογία
αφάλι μεσαιωνική ελληνική ἀφαλός
Ερμηνεία
αφάλι
✦ μικρό στρογγυλό κοίλωμα στο μέσο της κοιλιάς, ομφαλός
✦ (μτφ. ) το κέντρο τόπου: οι αρχαίοι πίστευαν ότι οι Δελφοί ήταν ο αφαλός της γης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–