ώστε


ώστε
Προφορά

Ετυμολογία
ώστε αρχαία ελληνική ὥστε

Ερμηνεία
ώστε

✦ σύνδ. (συμπερασμ.) λοιπόν, επομένως: ώστε έτσι έγιναν τα πράγματα
✦ (χρον.) ωσότου, έως που: ώστε να βγω στην πόρτα, είχε φύγει
✦ (τελ.) για να, έτσι που να: θα φροντίσω ώστε να μην κουραστείς
✦ (ως επίρρ.) ανταποδοτικό του τόσος ή του επιρρ. τόσο, δηλώνει συνέπεια, αποτέλεσμα: έτρεξε τόσο, ώστε λαχάνιασε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.