όδευση


όδευση
Προφορά

Ετυμολογία
όδευση μεταγενέστερη ελληνική ἄδευσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η όδευση

✦ η αφηρημένη έννοια του οδεύω, πορεία
✦ (στρατ.) πορεία δια μέσου οχυρωματικών έργων ή ανόρυξη τάφρων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.