ωχρόλευκος


ωχρόλευκος
Προφορά

Ετυμολογία
ωχρόλευκος αρχαία ελληνική ὠχρόλευκος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ωχρόλευκος -η, -ο

✦ που έχει χρώμα λευκό προς το ωχρό, ασπρουλιάρης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.