ωφελιμισμός
Προφορά
Ετυμολογία
ωφελιμισμός ωφέλιμος• μετάφραση του └γαλλ┘ όρου utilitarisme
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ωφελιμισμός
✦ φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία αγαθό είναι ό,τι ωφελεί τον άνθρωπο ή την πλειονότητα των ανθρώπων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–
ταγαραδων