ωφελιμίστρια
Προφορά
Ετυμολογία
ωφελιμίστρια ωφέλιμος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ωφελιμίστρια
✦ θηλ. ωφελιμίστρια οπαδός του ωφελιμισμού
✦ αυτός που επιδιώκει το προσωπικό του όφελος, που επιδιώκει να ικανοποιεί το προσωπικό του συμφέρον
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–