ωτασπίδα


ωτασπίδα
Προφορά

Ετυμολογία
ωτασπίδα ους, ωτός + ασπίδα

Ερμηνεία
ωτασπίδα

✦ (Κ ωτοασπίς, -ίδος) βύσμα από εύπλαστη ύλη με το οποίο αποφράζονται οι έξω ακουστικοί πόροι για την προστασία των αφτιών από το νερό ή από θορύβους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.