ωτακουστής


ωτακουστής
Προφορά

Ετυμολογία
ωτακουστής αρχαία ελληνική ὠτακουστής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ωτακουστής

✦ αυτός που κρυφακούει: ο Αντίοχος ο Επιφανής, σιωπηλός και φοβισμένος, θα κοιτάξει γύρω του μήπως κανένας ωτακουστής παραμονεύει (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.