ωραιοπάθεια


ωραιοπάθεια
Προφορά

Ετυμολογία
ωραιοπάθεια ωραιοπαθής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ωραιοπάθεια

✦ η λατρεία, το πάθος για το ωραίο στη ζωή και στην τέχνη
✦ το να θαυμάζει κάποιος τον εαυτό του για την ομορφιά του

Συνώνυμα
ναρκισσισμός, αυταρέσκεια
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.