ωοφόρος Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply ωοφόροςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/6/ωοφόρος.mp3Ετυμολογίαωοφόρος αρχαία ελληνική ὠοφόρος Ερμηνεία ωοφόρος ✦ -ος κ. -α, -ο επίθ. (Κ -ος, -ον) που περιέχει αβγά ή ωάρια Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–