ωκεανός
Προφορά
Ετυμολογία
ωκεανός αρχαία ελληνική ὠκεανός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ωκεανός
✦ μεγάλη θαλάσσια έκταση ανάμεσα σε ηπείρους
✦ καθεμιά από τις περιοχές στις οποίες χωρίζεται γεωγραφικά η θαλάσσια αυτή έκταση: Ινδικός – Ειρηνικός – Ατλαντικός Ωκεανός
✦ φρ. σταγόνα στον ωκεανό (σταγών εν τω ωκεανώ), εντελώς ασήμαντη ποσότητα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–