ωάριο


ωάριο
Προφορά

Ετυμολογία
ωάριο μεταγενέστερη ελληνική ὠάριον, υποκοριστικό του ὠόν

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ωάριο

✦ μικρό αβγό, αβγουλάκι
(βιολ.) το θηλυκό γεννητικό κύτταρο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.