ψώνιο
Προφορά
Ετυμολογία
ψώνιο μεταγενέστερη ελληνική ὀψώνιον (= χρήματα για την αγορά τροφίμων)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ψώνιο
✦ ό,τι αγοράζει κανείς
✦ (μτφ. ) άνθρωπος ευκολόπιστος, αφελής
✦ (μτφ. ) αυτός που λόγω της συμπεριφοράς, της εμφάνισης ή των απόψεών του δεν αντιμετωπίζεται με σοβαρότητα από τους άλλους, ο θεωρούμενος ελαφρός, παράλογος: έχουμε ένα ψώνιο στο γραφείο που λέει ότι είδε εξωγήινους – μην παίρνεις τοις μετρητοίς όσα σου λέει, είναι ψώνιο
✦ φρ. έχει ψώνιο, έχει ψύχωση, παθολογική αγάπη, χωρίς ανάλογο ταλέντο: έχει ψώνιο με τη μουσική
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–