ψωμιέρα


ψωμιέρα
Προφορά

Ετυμολογία
ψωμιέρα ψωμί

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ψωμιέρα

✦ θήκη, σκεύος για το ψωμί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.