ψωμίζω
Προφορά
Ετυμολογία
ψωμίζω αρχαία ελληνική ψωμίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ψωμίζω
✦ ταΐζω
✦ (μέσ.) ψωμίζομαι, εξοικονομώ το ψωμί μου, τα απαραίτητα για να επιβιώσω: μαζευόντουσαν γύρω του ένα πλήθος απατεώνων… και ψωμιζόντουσαν σπίτι του (Άγγ. Βλάχος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–