ψυχοσωματικός
Προφορά
Ετυμολογία
ψυχοσωματικός └αγγλ┘psychosomatic
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ψυχοσωματικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος σε οργανικές ή λειτουργικές διαταραχές που προξενούνται, ευνοούνται ή επιβαρύνονται από ψυχικούς παράγοντες: η εμφάνιση εκζέματος ευνοείται από ψυχοσωματικούς παράγοντες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–