ψυχομετρία
Προφορά
Ετυμολογία
ψυχομετρία └γαλλ┘ psychométrie
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ψυχομετρία
✦ η διαδικασία της μέτρησης, με τη χρήση δοκιμασιών (τεστ), των νοητικών ικανοτήτων και των στοιχείων που χαρακτηρίζουν μια προσωπικότητα, καθώς και τη διάρκεια και ένταση νοητικών καταστάσεων ή διαδικασιών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–