ψυχολογικός
Προφορά
Ετυμολογία
ψυχολογικός ψυχολόγος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ψυχολογικός -ή, -ό
✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχολογία: ψυχολογική μελέτη
✦ ο αναφερόμενος στην ψυχοσύνθεση, στη νοητική και συγκινησιακή κατάσταση ενός ανθρώπου, ψυχικός: ψυχολογική κατάσταση
✦ αυτός που επιδρά, που ενεργεί στις ψυχικές δυνάμεις: ψυχολογική ένταση
✦ ψυχολογική βία, βλ. βία – ψυχολογικός πόλεμος βλ. πόλεμος
✦ (λογοτ.) έργο (θεατρικό, μυθιστορηματικό κτλ.) στο οποίο η ανάλυση των ψυχικών ιδιοτήτων και ενεργειών των προσώπων έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα και έκταση από τη δράση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–