ψυχολογημένος
Προφορά
Ετυμολογία
ψυχολογημένος παθ. μτχ. του ρήματος ψυχολογώ
Ερμηνεία
ψυχολογημένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) που γίνεται έπειτα από ψυχολογική εκτίμηση προσώπων ή καταστάσεων: ψυχολογημένη ενέργεια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αψυχολόγητος
Επιρρήματα
–