ψυχοληπτικός
Προφορά
Ετυμολογία
ψυχοληπτικός └γαλλ┘ psycholeptique
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ψυχοληπτικός -ή, -ό
✦ που ασκεί κατευναστική επίδραση στον ψυχισμό: ψυχοληπτική δράση των βαρβιτουρικών
✦ πληθ. συθ. ψυχοληπτικά ως ουσ., ουσίες ή φάρμακα που ασκούν αυτή τη δράση: τα ψυχοληπτικά είναι ψυχοτρόπα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–