ψυκτήρας


ψυκτήρας
Προφορά

Ετυμολογία
ψυκτήρας αρχαία ελληνική ψυκτήρ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ψυκτήρας

✦ κάθε συσκευή ή όργανο που προκαλεί ψύξη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.