ψοφώ
Προφορά
Ετυμολογία
ψοφώ αρχαία ελληνική ψοφῶ (= κροτώ)
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ψοφώ -άς, -ά
✦ (για ζώα κ. χλευαστικά για ανθρώπους) πεθαίνω
✦ (μτφ. για πρόσ.) είμαι εξαντλημένος: ψόφησα από την κούραση – φρ. ψοφάει από την πείνα, λιμοκτονεί
✦ (μτφ. ) κρυώνω: χιόνιζε όλη μέρα, ψοφήσαμε από το κρύο
✦ (μτφ. ) επιθυμώ έντονα, λαχταρώ: ψοφάει για κουβεντολόι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–