ψοφίμι
Προφορά
Ετυμολογία
ψοφίμι ψοφίμια, πληθ. του ψοφίμιον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ψοφίμι
✦ πτώμα ζώου: κι άθαφτο θα μείνει το ψοφίμι, να το φάνε τα σκυλιά και τα ερπετά (Κ. Παλαμάς)
✦ (μτφ. ) άνθρωπος εξαντλημένος
✦ ψοφοδεής
Συνώνυμα
θνησιμαίο, θρασίμι
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–