ψιττακίαση


ψιττακίαση
Προφορά

Ετυμολογία
ψιττακίαση ψιττακός

Ερμηνεία
ψιττακίαση

✦ (Κ ψιττάκωσις, -εως) λοιμώδης αρρώστια που μεταδίδεται στον άνθρωπο από άρρωστο παπαγάλο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.