ψιλός


ψιλός
Προφορά

Ετυμολογία
ψιλός αρχαία ελληνική ψιλός (= γυμνός)• η σημερ. σημ. μσν.

Ερμηνεία
επίθετο┘ ψιλός -ή, -ό

✦ ο απογυμνωμένος, αποψιλωμένος, ακάλυπτος: ψιλή έκταση γης
✦ που έχει ελάχιστο πάχος ή διάμετρο, λεπτός: ψιλή κλωστή – η γριά έβαλε κι άλλα ψιλά κλαδάκια στη φωτιά (Γ. Μπεράτης)
✦ ψιλή μηχανή, μηχανή του κουρέα που χρησιμεύει για να κόβει σύρριζα τα μαλλιά· εύχρ. κ. ως ουσ.: κουρεμένος με την ψιλή
✦ (για ήχους) οξύς, διαπεραστικός: φώναξε με την ψιλή φωνή του (Κ. Βάρναλης)
✦ που απαιτεί πολλή προσοχή και λεπτοδουλειά: ένα δίσκο από μπακίρι, δουλεμένο με ψιλή τέχνη (Π. Πρεβελάκης)
✦ ψιλή κυριότητα, η κυριότητα από την οποία έχει αφαιρεθεί η επικαρπία, το να είναι κάποιος κύριος ενός πράγματος χωρίς όμως να έχει τα ωφελήματα απ’ αυτό
✦ (γραμμ.) ψιλά σύμφωνα, τα σύμφωνα κ, π, τ, που εκφωνούνται χωρίς πνοή
✦ φρ. αυτά είναι ψιλά γράμματα, πράγματα πολύ δύσκολα για εκμάθηση ή κατανόηση· ασήμαντες λεπτομέρειες – παίρνω κάποιον στο ψιλό, κοροϊδεύω κάποιον – ψιλό γαζί, δούλεμα, ειρωνεία – έπεσαν ψιλές, σπρωξίματα, χτυπήματα ελαφρά, τυχαία ή σκόπιμα, έγινε μικροσυμπλοκή
✦ θηλ. η ψιλή ως ουσ. (βλ. λ.)
✦ πληθ. ουδ. τα ψιλά ως ουσ. (βλ. λ.)

Συνώνυμα
γυμνός, άτριχος, άδεντρος ,φτενός
Αντίθετα
χοντρός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.