ψιλορωτώ


ψιλορωτώ
Προφορά

Ετυμολογία
ψιλορωτώ ψιλο- + ρωτώ

Ερμηνεία
ρήμα ψιλορωτώ -άς, -ά

✦ ρωτώ να μάθω με λεπτομέρειες
✦ ρωτώ με τρόπο να μάθω κάτι, χωρίς να δείχνω ότι μ’ ενδιαφέρει: έτρεχα σ’ όλες τις γειτονιές και γύρευα να πληροφορηθώ ψιλορωτώντας, για να μην καταλάβει ο κόσμος πως τον είχαμε χαμένο δυο μέρες (Άγγ. Βλάχος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.