ψιθυρίζω
Προφορά
Ετυμολογία
ψιθυρίζω αρχαία ελληνική ψιθυρίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ψιθυρίζω
✦ μιλώ με χαμηλή φωνή, μουρμουρίζω: ό,τι βαρύ, σκληρό κι αν ψιθυρίσω (Ρ. Φιλύρας)
✦ ηχώ μονότονα και ήρεμα
✦ (μέσ. μτφ.) φημολογούμαι: ψιθυρίζεται ανασχηματισμός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–