ψηφολέκτης Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply ψηφολέκτηςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/6/ψηφολέκτης.mp3Ετυμολογίαψηφολέκτης ψήφος + λέγω Ερμηνείαουσιαστικό└αρσενικό┘ ο ψηφολέκτης ✦ άτομο, που μετά την ψηφοφορία, ενεργεί τη διαλογή των ψήφων Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–