ψηφοθηρικός
Προφορά
Ετυμολογία
ψηφοθηρικός ψηφοθηρία
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ψηφοθηρικός -ή, -ό
✦ που αποσκοπεί στην ψηφοθηρία (βλ. λ.) : ψηφοθηρική τακτική – η δεινή οικονομική κατάσταση των συνεταιρισμών οφείλεται στην ψηφοθηρική χρησιμοποίησή τους από την προηγούμενη κυβέρνηση (Καθημερινή)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–