ψηλαφητός


ψηλαφητός
Προφορά

Ετυμολογία
ψηλαφητός μεταγενέστερη ελληνική ψηλαφητός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ψηλαφητός -ή, -ό

✦ που μπορεί κανείς να τον ψηλαφίσει, να τον αντιληφθεί με την αφή, χειροπιαστός
✦ πρόδηλος, ολοφάνερος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ψηλαφητά (Κ ψηλαφητί)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.