ψευτοπατριώτισσα
Προφορά
Ετυμολογία
ψευτοπατριώτισσα ψευτο- + πατριώτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ψευτοπατριώτισσα
✦ θηλ. ψευτοπατριώτισσα ο υποκρινόμενος τον πατριώτη, που επιδεικνύει προσποιητή φιλοπατρία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–