ψαμμώδης


ψαμμώδης
Προφορά

Ετυμολογία
ψαμμώδης αρχαία ελληνική ψαμμώδης

Ερμηνεία
επίθετο┘ ψαμμώδης -ης, -ες

✦ ο γεμάτος άμμο, αμμώδης
✦ όμοιος με άμμο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.